Σολτ Λέικ Σίτι

Σολτ Λέικ Σίτι
(Salt Lake City). Πόλη (περ. 159.936 κάτ.) των ΗΠΑ, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιούτα. Είναι χτισμένη σε βαλτώδη επιχώματα στην κοιλάδα του ποταμού Τζόρνταν, σε μικρή απόσταση από τη Μεγάλη Αλμυρή λίμνη. Στα ανατολικά της περιοχής δεσπόζει η οροσειρά Γουώσατς. Έχει κλίμα ηπειρωτικό και είναι το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο όχι μόνο της Γιούτα, αλλά και του Άινταχο και του Ουάιομινγκ. Τα τεράστια αρδευτικά έργα είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της γεωργίας της περιοχής, ενώ σημαντικά είναι και τα κοιτάσματα μετάλλων (χρυσός, άργυρος, μόλυβδος, σίδηρος, άνθρακας, χαλκός, πετρέλαιο). Υπάρχει ακόμα αρκετά αναπτυγμένη βιομηχανία (εργοστάσια παραγωγής αλεύρου και ζάχαρης, σιδηρουργία, ηλεκτρικά ήδη, εκδοτικές εργασίες κ.ά.). Η Σ. Λ. Σ. είναι έδρα του πανεπιστήμιου της πολιτείας Γιούτα, που άρχισε να λειτουργεί από το 1850. Τα σημαντικότερα μνημεία συνδεμένα με τη λατρεία των Μορμόρων, οι οποίοι και ίδρυσαν την πόλη το 1847, είναι ο μεγάλος Ναός των Μορμόνων και το Σκήνωμα, δείγματα εκλεκτικής και συγκεχυμένης αρχιτεκτονικής. Άποψη της πόλης του Σολτ Λέικ (φωτ. ΑΠΕ). Αεροφωτογραφία του Ολυμπιακού Σταδίου στο Σολτ Λέικ, όπου διεξήχθησαν οι τελετές έναρξης και λήξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2002 (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μορμόνοι — (Mormons). Οπαδοί μιας θρησκευτικής αίρεσης (περίπου 5.000.000 πιστοί στις ΗΠΑ), γνωστοί κυρίως γιατί αποίκισαν τη Γιούτα των ΗΠΑ και εφάρμοζαν επί αρκετές δεκαετίες την πολυγαμία. Το 1820 ο δεκαπενταετής Τζόζεφ Σμιθ, γιος ενός καλλιεργητή από το …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

  • Βέντερ, Κρεγκ — (Craig Venter, Σολτ Λέικ Σίτι, ΗΠΑ 1946 –).Αμερικανός βιοχημικός. Υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ και συμμετείχε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, στην Καλιφόρνια, απ’ όπου έλαβε διδακτορικούς τίτλους στη… …   Dictionary of Greek

  • Γιούτα — (Utah). Πολιτεία (219.888 τ. χλμ., 2.233.169 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στο κεντροδυτικό τμήμα της χώρας, στην περιοχή των υψιπέδων που περιλαμβάνονται ανάμεσα στις Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες. Συνορεύει με τις πολιτείες, στα Β του Αϊντάχο και του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”